κτενοφόρα — Φύλο αποκλειστικά θαλάσσιων οργανισμών, με ευρεία εξάπλωση, το οποίο παλαιότερα κατατασσόταν στα κοιλεντερωτά, μαζί με τα κνιδόζωα. Πρόκειται για ζώα με μορφή μέδουσας, στα οποία όμως η ακτινωτή συμμετρία έχει μετατραπεί σε αμφιακτινωτή με την… … Dictionary of Greek
λαηνάτο — ή λαϊνάτο, το ποικιλία πορτοκαλιάς τής Κρήτης η οποία παράγει πορτοκάλια επιμήκη, απιοειδή, πρώιμα και εύγευστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγηνος* + κατάλ. άτο, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
μαργαριτάρι — Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα… … Dictionary of Greek
πεντρεμίτης — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος έμμισχων εδραίων εχινοδέρμων με ωοειδή ή απιοειδή κάλυκα, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών βλαστοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentremites < penta (< πεντα ) + τρῆμα «οπή, τρύπα»] … Dictionary of Greek
ποικιλοκυττάρωση — η, Ν ιατρ. η παρουσία στο περιφερειακό αίμα ερυθρών αιμοσφαιρίων που παρουσιάζουν κάθε φορά άλλες μορφολογικές ανωμαλίες, είναι λ.χ. ρακετοειδή, απιοειδή, κορυνοειδή, ωοειδή, με ανώμαλο περίγραμμα κ.ά. σχημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… … Dictionary of Greek
μαγνητόσφαιρα — Περιοχή του κοσμικού διαστήματος γύρω από έναν πλανήτη στην οποία τα ιονισμένα σωμάτια βρίσκονται υπό την επίδραση κυρίως του μαγνητικού πεδίου του πλανήτη παρά του μαγνητικού πεδίου του Ήλιου που μεταφέρεται με τον ηλιακό άνεμο. Η διαμόρφωση της … Dictionary of Greek